- προσαποφέρω
- Α1. εκβάλλω κάτι ως περίττωμα2. απομακρύνω επί πλέον3. μέσ. προσαποφέρομαιπαίρνω με τη βία, αρπάζω κάτι για να τό χρησιμοποιήσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀποφέρω «αποβάλλω, μεταφέρω αλλού, αποκομίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαπηνέχθη — προσαποφέρω carry off besides aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποφέρειν — προσαποφέρω carry off besides pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)